опровергнутый - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

опровергнутый - translation to Αγγλικά


опровергнутый      
adj.
disproved, rejected
disproved         
SUFFICIENT EVIDENCE OR A SUFFICIENT ARGUMENT FOR THE TRUTH OF A PROPOSITION
Disproof; Disproved; Disproven; Logical proof; Proof (informal); Logical Proof

общая лексика

опровергнутый

опровергнут      

• Classical prediction of ... is (completely) disproved.

Ορισμός

опровергнутый
ОПРОВ'ЕРГНУТЫЙ, опровергнутая, опровергнутое; опровергнут, опровергнута, опровергнуто. прич. страд. прош. вр. от опровергнуть
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για опровергнутый
1. Прошел даже слух, впоследствии опровергнутый, что это Шамиль Басаев.
2. Второй опровергнутый стереотип: только американцы умеют организовывать топ-бои.
3. Набор клеветы в отношении КПРФ затасканный, давно публично опровергнутый и является предметом судебных разбирательств.
4. На фоне дискуссий прошел слух - позднее опровергнутый - о том, что Пхеньян произвел еще один ядерный взрыв.
5. Набор клеветы в отношении КПРФ - затасканный, давно публично опровергнутый - и является предметом судебных разбирательств.
Μετάφραση του &#39опровергнутый&#39 σε Αγγλικά